- ορθομαρμαρώ
- ὀρθομαρμαρῶ, -όω (Μ)επενδύω τοίχο με μαρμάρινες πλάκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + μαρμαρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθομαρμάρωμα — το (Μ ὀρθομαρμάρωμα) [ορθομαρμαρώ] η ορθομαρμάρωση, η επένδυση τοίχου με μαρμάρινες πλάκες … Dictionary of Greek
ορθομαρμάρωση — η (Μ ὀρθομαρμάρωσις) [ορθομαρμαρώ] επένδυση τοίχων με μαρμάρινες πλάκες, ιδίως έγχρωμες … Dictionary of Greek